Off Canvas sidebar is empty

ΙΤΑΛΙΑ


Σύντομη ιστορική ανασκόπηση

Οι αρχαίοι Έλληνες αποίκησαν τη νότιο Ιταλία και δημιούρ­γησαν τη λεγόμενη "Μεγάλη Ελλάδα". Έλληνες άποικοι στην Ιταλία, υποστηρίζεται ότι υπήρξαν και στους βυζαντινούς χρόνους. Ο Ελληνισμός της Κάτω Ιταλίας δεν εξαφα­νίστηκε από τη μακρόχρονη ρωμαϊκή κατάκτηση, αλλά απλώς περιορίστηκε. Οι απόγονοι αυτοί των Ελλήνων αποίκων της Μεγάλης Ελλάδας ενισχύθηκαν κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα (μεταξύ 5ου και 11ου αιώνα) από Έλληνες πρόσφυγες της Βυζαντινής αυ­τοκρατορίας, κυρίως εικονολάτρες, χωρίς όμως η μετακίνηση αυτή να λάβει μαζικές δια­στάσεις.

Το τελευταίο αυτό ρεύμα, προς την ιταλική χερσόνησο, συμπίπτει με την ακμή της Βε­νετικής πολιτείας και τα πρώτα σημάδια παρακμής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από τον 13ο αιώνα Έλληνες (η πλειοψηφία προέρχονταν από τις ενετοκρατούμενες περιοχές του ελλαδικού χώρου) έμποροι, ναυτικοί, τεχνίτες εγκαταλείπουν τον ελλαδικό χώρο και εγκαθίστανται στη Βενετία. Το αδύναμο, αρχικά, αυτό ρεύμα ενισχύθηκε τον 14ο αιώνα και από την ήδη διαφαινόμενη τουρκική απειλή. Η ελληνική παροικία, μι­κρή αρχικά, θα μεγαλώσει κατά πολύ μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και σ' όλη τη διάρκεια του 16ου αιώνα. Η Βενετία με την οικονομική και πολιτιστική της ευ­μάρεια και τον ρόλο της ως του σημαντικότερου κέντρου ελληνικών σπουδών της Δύ­σης υπήρξε πόλος έλξης για τους Έλληνες της εποχής εκείνης.

Οι Έλληνες πάροικοι ασκούσαν κάθε λογής επαγγέλματα, ήταν ναυτικοί, έμποροι, βιοτέχνες, εργάτες, ειδικευμένοι τεχνίτες και καλλιτέχνες, άνθρωποι των γραμμάτων αλ­λά και των όπλων.

Η ελληνική παροικία αντιμετώπισε πολλά προβλήματα και δυσκολίες σε σχέση με την παπική εκκλησία και την ελεύθερη άσκηση των ελληνορθόδοξων λειτουργιών. Το 1490 οι Έλληνες της Βενετίας οργανώθηκαν σε αδελφότητα λαϊκή, εθνικής μειονότητας, κα­τά τα πρότυπα της εποχής, με την ονομασία "Ελληνική Αδελφότητα Βενετίας" και σκο­πούς φιλανθρωπικούς. Από τις πρώτες προτεραιότητες της ήταν η προσπάθεια απεξάρτησης από το Βατικανό και η ανέγερση ελληνορθόδοξου ναού. Οι προσπάθειες αυτές καρποφόρησαν το 1526, καθώς ο Πάπας, είχε προηγηθεί η θετική γνώμη της Δί­αιτας των Δέκα, έδωσε την έγκριση του για την ανέγερση στη Βενετία ελληνορθόδοξου ναού του Αγ. Γεωργίου ενώ παράλληλα παρείχε το προνόμιο της μη υπαγωγής του ελ­ληνικού στοιχείου της περιοχής στη δικαιοδοσία του Λατίνου Πατριάρχη της Βενετίας· Η θετική αυτή στάση της παπικής εκκλησίας ήταν αποτέλεσμα της υποστήριξης και των προνομίων που παρείχαν οι βενετικές αρχές, για πολλά χρόνια, στην ελληνική παροικία·

Ο 17ος αιώνας αποτέλεσε τον αιώνα της ακμής τόσο της ελληνικής αδελφότητας όσο και γενικά της ελληνικής παροικίας. Την εποχή αυτή ήταν πλήθος οι σοφοί που έζησαν και εργάστηκαν στην πόλη. Η πτώση μάλιστα της Κρήτης το 1669, συνέβαλλε στην εγκατάσταση σημαντικού αριθμού Κρητών στη Βενετία, οι οποίοι έφεραν μαζί τους πλήθος χειρογράφων, εικόνων και άλλων πολυτίμων αντικειμένων και έργων τέ­χνης, τονώνοντας έτσι ακόμη περισσότερο την ήδη σημαντική πνευματική και καλλιτε­χνική κίνηση των ελλήνων στη Βενετία. Άνθησαν τα ελληνικά τυπογραφεία που με τις εκδόσεις τους συνέβαλλαν σημαντικά στη διάδοση της κλασσικής παιδείας. Την πε­ρίοδο αυτή, σιγά σιγά, άρχισε η εγκατάλειψη των κλασσικών σπουδών και η στροφή στη δημωδέστερη γλώσσα και λογοτεχνία(κρητική λογοτεχνία).

Οι πλούσιοι έμποροι της παροικίας διέθεταν σημαντικά ποσά τόσο για την ανά­πτυξη της πνευματοκαλλιτεχνικής κίνησης όσο και για την ίδρυση σχολείων στη Βενε­τία αλλά και σε πολλές τουρκοκρατούμενες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Στη Βενε­τία ιδρύθηκε το 1593 η σχολή ελληνικών και λατινικών γραμμάτων που λειτούργησε σ' όλη τη διάρκεια του 16ου αιώνα, ενώ το 1662 ακολούθησε η ίδρυση της Φλαγγίνειου Σχολής, μετά από δωρεά του Φλαγγίνη, για ανώτατες σπουδές. Εκατοντάδες υπήρ­ξαν οι απόφοιτοι της σχολής, οι οποίοι μπορούσαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους, για την απόκτηση διδακτορικού, στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας.

Η κατάλυση της Βενετικής πολιτείας από τον Ναπολέοντα σήμανε και το τέλος της ακμής της ελληνικής αδελφότητας της Βενετίας. Η πλειοψηφία των πάροικων έχασαν τις περιουσίες του και παράλληλα άρχισε η διαρροή είτε προς άλλα ευρωπαϊκά κέντρα που παρέλαβαν τη σκυτάλη του εμπορίου από τη Βενετία είτε προς το νεοσύστατο ελ­ληνικό κράτος. Επιπλέον το νέο ιταλικό κράτος αρνήθηκε ν' αναγνωρίσει την ελληνική αδελφότητα της Βενετίας ως εθνικό οργανισμό. Παρά ταύτα η αδελφότητα διατηρήθηκε ως τις αρχές του αιώνα μας, έστω και τυπικά. Η αδελφότητα έπαψε να υφίστανται και τυπικά το 1953 όταν μετονομάστηκε σε ελληνική κοινότητα Βενετίας και δώρισε την πε­ριουσία της κινητή και ακίνητη στο Ελληνικό Κράτος.

Σήμερα, στις επαρχίες Απουλία και Καλαβρία της Νότιας Ιταλίας, απαντώνται ελ­ληνόφωνοι πληθυσμοί, που μιλούν ένα ελληνικό ιδίωμα με δωρικές ρίζες και οι οποίοι για ορισμένους μελετητές είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων αποίκων, ενώ για άλ­λους είναι κατάλοιπα της βυζαντινής περιόδου. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, γεγονός πάντως είναι ότι οι ελληνόφωνοι αυτοί, με την πάροδο του χρόνου, συρρικνώθηκαν σημαντικά, εξαιτίας μιας σειράς ιστορικών παραγόντων: της τουρκικής εισβολής στην Απουλία το 1480, του κλεισίματος του ελληνικού εκπαιδευτηρίου της Νάρδου (Nardo) στο τέλος του 15ου αι., των διώξεων του παπισμού και της φεουδαρχίας, της διακοπής κάθε επα­φής επί 10 αιώνες με τον εθνικό κορμό, της ισοπεδωτικής δύναμης του ιταλικού εθνικού κράτους και της εσωτερικής μετανάστευσης για οικονομικούς λόγους, καθώς και των μι­κτών γάμων. Η συρρίκνωση αυτή ήταν τόσο γεωγραφική όσο και αριθμητική, με αποτέλεσμα οι ελληνόφωνοι να περιοριστούν στις περιοχές του Ασπρομόντε και της Πούλιας και οι κάτοικοι τους να οδηγηθούν στην απομόνωση τό­σο από τα άλλα χωριά όσο και της μιας περιοχής από την άλλη, αν και μιλούσαν την ίδια ελληνική διάλεκτο. Οι περιοχές αυτές παρέμειναν υποβαθμισμένες και απομονωμένες, τόσο οικονομικά όσο και πολιτιστικά, ως τα τέλη της δεκαετίας του 70 .

2.1.2. Πληθυσμιακά στοιχεία

Διάφορες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των Ελλήνων που ζουν στην Ιταλία σε 4500ή 11.744. Η τελευταία εκτίμηση ίσως συμπεριλαμβάνει τον αριθμό των Ελλήνων φοιτητών που το 1987 ανήλθε σε 8645 και το 1988 σε 7010.


Η ελληνόγλωσση εκπαίδευση


Στοιχεία του 1986 παρουσίαζαν την εικόνα της ελληνόφωνης εκπαίδευσης στην Ιταλία ως εξής: λειτουργούσε ένα αμιγές δημοτικό σχολείο με 33 μαθητές, 5 τμήμα­τα μητρικής γλώσσας δημοτικού με 37 μαθητές, ενώ την εκπαιδευτική διαδικασία υποβοηθούσε το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας με την απόσπα­ση δύο δασκάλων. Νεότερα στοιχεία που αφο­ρούν την ελληνόφωνη εκπαίδευση υπό την επο­πτεία του υπουργείου παιδείας αναφέρουν ότι υπάρχουν δύο ελληνικά σχολεία στην προξενική περιφέρεια της Νάπολης. Πρόκειται για το Δημοτικό Σχολείο Μητρικής Γλώσσας με απογευματινά τμήματα, στο οποίο κατά το σχολικό έτος 1990-1991 ήταν εγγεγραμμένοι 22 μαθητές και δίδαξε ένας δάσκαλος αποσπασμένος απ' την Ελλά­δα. Οι μαθητές διδάσκονταν τα ελληνικά 4 ημέρες την εβδομάδα επί δύο ώρες την ημέρα, ενώ το Σάββατο η διάρκεια της διδασκαλίας έφτανε τις 4 ώρες. Το σχολείο αυτό στεγάζεται σε κτίριο που διαθέτει η Ελληνική Κοινότητα. Το δεύτερο σχολείο που ανήκει στην εποπτεία του ελληνικού Υπουργείου Παιδείας είναι αμιγές δημοτικό με πρωινά τμήματα και λειτουργεί στη βάση του NATO. Κατά το ακαδημαϊκό έτος 1990-1991 ήταν εγγεγραμμένοι 19 μαθητές, δίδαξε ένας δάσκα­λος και λειτούργησε 5 ημέρες την εβδομάδα, επί 5 ώρες την εβδομάδα.

Στοιχεία για τα τμήματα μητρικής γλώσσας που λειτουργούν με φροντίδα των κατά τόπους ελληνικών κοινοτήτων μας δίνει το Υπουργείο Εξωτερικών. Σύμφω­να με τα στοιχεία αυτά, λειτουργούν δύο τμήματα μητρικής γλώσσας -ένα για παιδιά και ένα για ενήλικες-στο Μιλάνο. Τα τμήματα για παιδιά λειτουργούν στο Μιλάνο και στη Μόντζα μία φορά την εβδομάδα και φιλοξενούνται σε κτίρια σχολείων των δυο ιταλικών δήμων. Το τμήμα ενηλίκων υποδιαιρείται σε τμήμα αρχαρίων και σε τμήμα προχωρημένων, φιλοξενείται δε στα γραφεία της τοπικής Κοινότητας. Με τη φροντίδα του Συλλόγου Πιεμόντε-Ελλάδα λειτουργούν και στο Τορίνο 3 τμήματα διδασκαλίας της ελληνικής γλώσ­σας. Στη Γένοβα λειτουργεί το Ελληνικό Σχολείο Γένοβας που ιδρύθηκε το 1988, με πρω­τοβουλία του Ιερατικού Προϊσταμένου Γένοβας, Αρχιμανδρίτη κ. Ε. Κουλουμπή. Το σχο­λείο αυτό που λειτουργεί σε καθημερινή βάση έχει ιερέα που διδάσκει την ελληνική γλώσσα και κατά το ακαδημαϊκό έτος 1990-1991 είχε 42 μαθητές. Υποτυπώδες ελληνικό σχολείο άρχισε να λειτουργεί πρόσφατα και στην Πάρμα με τη βοήθεια φοιτητών φι­λολογίας και θεολογίας.

Γενική εκτίμηση για την εκπαιδευτική διαδικασία στην Ιταλία παρέχουν οι εκθέσεις εκπαιδευτικών συμβούλων. Σχετικά αναφέρεται ότι

α) παρατηρούνται πολλές ελλείψεις στην οργάνωση και λειτουργία των σχολείων

β) δα­πανώνται πολύς χρόνος και χρήματα χωρίς το ανάλογο αποτέλεσμα

γ) ενώ κύριος στό­χος της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι να μάθουν τα ελληνόπουλα τη γλώσσα και τον πολιτισμό μας, ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων αδιαφορεί ή δε συμμετέχει κι έτσι με την πάροδο του χρόνου χάνεται, αφομοιούμενος με το ξένο στοιχείο και

δ) οι ελάχιστοι μαθητές στην Ιταλία είναι ένα γεγονός που θα πρέπει να μας προβληματίσει

Παρ' όλα αυτά σημειώθηκαν πρόσφατα ορισμένες ενθαρρυντικές εξελίξεις. Αυτές αφορούν σε προσπάθειες για κατοχύρωση της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας στα ιταλικά σχολεία. Σύμφωνα με σχετικά δημοσιεύματα κατόπιν ενεργειών της διεθνούς οργάνωσης Ελληνίδων και ελληνοφώνων γυναικών "Ερεχθείδες", η ιταλική κυβέρνηση μελετά την εισαγωγή της ελληνικής γλώσ­σας σ' όλα τα γυμνάσια και λύκεια της νοτίου Ιταλίας. "Είναι ανάγκη η ελληνική γλώσ­σα, που είναι εργαλείο για την παιδεία και τον πολιτισμό, να διδάσκεται στα σχολεία" είπε σε σχετικό συνέδριο η καθηγήτρια της ελληνικής γλώσσας στο πανεπιστήμιο του Λέ­τσε, κ. Μπερναντίνι.

Ενδιαφέρον για την ελληνική γλώσσα και το νεοελληνικό πολιτισμό εκδηλώνεται απ' τους Ιταλούς και στο επίπεδο της ανώτατης εκπαίδευσης. Στο προαναφερθέν πανεπι­στήμιο του Λέτσε ήδη σπουδάζουν 200 Ιταλοί φοιτητές στο εκεί τμήμα νεοελληνικής φι­λολογίας. Άλλα τμήματα νεοελληνικών και βυζαντινών σπου­δών υπάρχουν στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης (Istituto di Studi Bizantini e Neoellenici), στο Μιλάνο (στο Istituto di Lingue Letterature dell' Europa Oientale), στην Τεργέστη, στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμο (Istituto di Filologia Greca), στο Πανεπιστήμιο της  Πάδοβα (Istituto di Studi Bizantini e Neogreci) και στην Καλαβρία (Universita de Calabria).

Στα πανεπιστήμια της Ιταλίας όμως, σπουδάζει ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων φοιτητών. Ο αριθμός αυτός έφτασε στην κορύφωση του στα μέσα της δεκαετίας του 1980οπότε καταγράφτηκε αριθμός 14.000 φοιτητών. Από τότε όμως, ο αριθμός των Ελλήνων φοιτητών μειώνεται συνεχώς λόγω της αισθητής αύξησης του κόστους ζωής, της σταδιακής ανύψωσης της ποιότητας των ιταλικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και της πολιτικής του ιταλικού κράτους για περιορισμό του αριθμού αλλοδαπών φοιτητών (εφαρμογή όλο και πιο αυστηρών διοικητικών μέτρων όσον αφορά τόσο στην αύξηση νέων φοιτητών, όσο και στην αδικαιολόγητα παρατεταμένη παραμονή τους στη χώρα.

Οι Έλληνες φοιτητές στην Ιταλία αποτελούν δεξαμενή δυνητικών αποδήμων καθώς πολλοί απ' αυτούς τείνουν να εγκαθίστανται στην Ιταλία αφού τελειώνουν τις σπουδές τους, είτε γιατί βρίσκουν ικανοποιητικές επαγγελματικές προοπτικές, είτε γιατί συνάπτουν γάμους με Ιταλίδες ή Ιταλούς.